ανακατωτός

ανακατωτός
η, ο
1) смешанный; 2) беспорядочный;

§ τό ξέρω απ· έξω κι· ανακατωτά — знать назубок; — знать вразбивку


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανακατωτός" в других словарях:

  • ανακάτωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει υποστεί ανάδευση, ανακίνηση, ανατάραξη 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ανάμιξη, αμιγής, ανόθευτος 3. αυτός που δεν αναμίχθηκε σε ξένη υπόθεση, αμέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατωτός < ανακατώνω. Η σημ. της αρνήσεως προήλθε …   Dictionary of Greek

  • ανακατωτός — ή, ό [ανακατώνω] 1. αυτός που ανακατώθηκε, ανακατωμένος, αναμεμιγμένος, ανάκατος 2. επίρρ. «απ έξω κι ανακατωτά», δίχως ελλείψεις, πολύ καλά (αναφέρεται στην εκμάθηση ή την απομνημόνευση) …   Dictionary of Greek

  • ανακάτωτος — η, ο και ανακάτευτος, η, ο αυτός που δεν έχει ανακατευτεί, αναμειχθεί: Τα φασόλια του είναι ανακάτωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακατωτός — ή, ό ανακατεμένος, χωρίς σειρά: Ξέρει το μάθημα απέξω κι ανακατωτά (δηλ. το ξέρει πολύ καλά) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακατώνω — Ι. ενεργ. 1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω 2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους 3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία 4. προκαλώ τάση για εμετό 5. συγχέω, μπερδεύω 6. συγχύζω,… …   Dictionary of Greek

  • ανακάτευτος — η, ο ο ανακάτωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατευτός < ανακατεύω. Η σημ. της στερήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • ανακατευτός — ή, ό [ανακατεύω] ο ανακατωτός* …   Dictionary of Greek

  • ανακάτευτος — η, ο βλ. ανακατωτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»